-
1 πολλα-πλάσιος
πολλα-πλάσιος, ion. πολλαπλήσιος, auch 2 Endgn, vielfältig, vielmal mehr oder größer; theils absol., Her. 3, 135 u. A., theils mit ἤ, ἤπερ, πολλαπλάσιον τὸ ἔργον ἢ ὡς νῦν ἀστρονομεῖται προςτάττεις, Plat. Rep. VII, 530 c, vgl. 534 a, Xen. Cyr. 8, 2, 18 u. A., theils c. gen. wie ein compar. vrbdn, Her. 7, 48 Thuc. 4, 94; τοῠ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι, Plat. Rep. VIII, 555 e; Xen. Cyr. 5, 2, 30 u. öfter; εἰς πολλαπλασίας τούτου συμφορὰς ἥκω, Antiph. 3 β 10; Pol. 1, 33, 10 u. Folgde.
-
2 ἀστρονομέω
A study astronomy, Ar.Nu. 194, Pl.Tht. 174a:—[voice] Med., D.L.1.34, Iamb.VP25.112:—[voice] Pass., ὡς νῦν ἀστρονομεῖται as astronomy is now practised, Pl.R. 530c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστρονομέω
См. также в других словарях:
αστρονομώ — (AM ἀστρονομῶ, έω) [αστρονόμος] ασχολούμαι με την αστρονομία μσν. νεοελλ. μαντεύω το μέλλον παρατηρώντας τ άστρα νεοελλ. προσπαθώ να μαντέψω τον καιρό αρχ. παθ. «ὡς νῡν ἀστρονομεῑται» όπως ασκείται τώρα η αστρονομία … Dictionary of Greek